Πανεπιστημιούπολη Ρίο, Αχαΐα, Τ.Κ. 26504

Νεοελληνικές Διάλεκτοι

Η Nέα Eλληνική Γλώσσα έχει πλήθος διαλεκτικών ποικιλιών, οι οποίες ομιλούνται εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου και  σε αρκετές περιπτώσεις διασώζουν δομές και χαρακτηριστικά τα οποία δεν απαντούν στην Κοινή Νεοελληνική. Πολλές διάλεκτοι έχουν δεχθεί έντονη επιρροή από άλλα γλωσσικά συστήματα με τα οποία έχουν έρθει σε επαφή. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των επτανησιακών, τα οποία έχουν δεχθεί επίδραση από την Ιταλική, και η περίπτωση της διαλέκτου των Κυδωνιών και Μοσχονησίων, που έχει επηρεασθεί από την Τουρκική. Οι νεοελληνικές διάλεκτοι παρουσιάζουν τάσεις συρρίκνωσης τα τελευταία χρόνια και σε αρκετές περιπτώσεις οι ομιλητές τείνουν να εγκαταλείψουν το γλωσσικό τους σύστημα λόγω της ισχυρής επιρροής της Κοινής Νεοελληνικής. Υπάρχουν όμως και διάλεκτοι (π.χ. Λεσβιακά) που ακόμα αντιστέκονται.

Το Εργαστήριο Νεοελληνικών Διαλέκτων περιγράφει και μελετά τις νεοελληνικές διαλέκτους με βάση τα πορίσματα της σύγχρονης γλωσσολογικής έρευνας και αποσκοπεί στη διάσωση του γλωσσικού πλούτου και στην εξασφάλιση της βιωσιμότητας μίας ευρύτατης πολιτιστικής κληρονομιάς.

Περιγραφή διαλέκτου

Τα Επτανησιακά ομιλούνται στην ευρύτερη περιοχή των Επτανήσων. Ο Κοντοσόπουλος (2000: 67) εξαιρεί το ιδίωμα της Λευκάδας από αυτά, επισημαίνοντας ότι έχει βόρειο φωνηεντισμό (άρα μοιάζει με αυτά της Στερεάς Ελλάδας), σε αντίθεση με τον νότιο φωνηεντισμό των υπόλοιπων Επτανήσων. Tα Επτάνησα ήταν η μοναδική περιοχή της Ελλάδας την οποία δεν κατέλαβαν οι Τούρκοι. Διετέλεσαν για πολλά χρόνια υπό ενετική κατοχή και σε αυτό οφείλονται οι ιδιαιτερότητες των ιδιωμάτων. Ωστόσο, αυτό δεν παρεμπόδισε την επικοινωνία και επαφή τους με την ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως με τις γειτονικές περιοχές της Ηπείρου και της Πελοποννήσου.

Χαρακτηριστικά διαλέκτου

Ο φωνηεντισμός των επτανησιακών ιδιωμάτων είναι νοτίου τύπου (δηλαδή τα άτονα [e], [i],
[o], [u] δεν μεταβάλλονται). Κύριο και ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό των επτανησιακών είναι ο ιδιότυπος επισεσυρμένος φραστικός επιτονισμός και ιδιαίτερα εκείνος της Κέρκυρας και της Ζακύνθου (Κοντοσόπουλος, 2000: 68, 69). Το λεξιλόγιο των επτανησιακών διαλέκτων είναι αρκετά εμπλουτισμένο. Τα επτανησιακά ιδιώματα διαθέτουν πλήθος ιδιωματικών λέξεων. Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά των ιδιωμάτων αυτών είναι ο μεγάλος αριθμός δανείων από την Ιταλική και τη διάλεκτο της Βενετίας, λόγω της μακρόχρονης ενετικής κατοχής (από τον 14ο έως τον 19ο αι.).

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Επτανησιακά ονομάζονται τα ιδιώματα τα οποία ομιλούνται στην Κέρκυρα, την Κεφαλονιά, την Ιθάκη, τη Ζάκυνθο, όπως επίσης και τους Παξούς και τα γύρω τους νησιά (Οθωνοί, Ερεικούσα, Μαθράκι, Αντίπαξοι).

Περιγραφή διαλέκτου

Το ιδίωμα του Νεοχωρίου Υπάτης κατατάσσεται στα Βόρεια ιδιώματα. Το ιδίωμα δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τους κατοίκους του χωριού αυτού αλλά και από τους κατοίκους των υπόλοιπων ορεινών χωριών της Οίτης, τα οποία ανήκουν στο νομό Φθιώτιδος.

Χαρακτηριστικά διαλέκτου

Το ιδίωμα του Νεοχωρίου Υπάτης ως βόρειο ιδίωμα φέρει τα δυο τυπικά φωνολογικά χαρακτηριστικά που διέπουν αυτή την ομάδα ιδιωμάτων. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά είναι η αποβολή του τελικού άτονου /i/ και η μετατροπή του άτονου /e/ σε [i].

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Το Νεοχώρι ή Νεχωρ’ ή απλώς χωριό, όπως το λένε οι κάτοικοί του, είναι το υψομετρικά, υψηλότερο χωριό της Οίτης, εξ ου και ο χαρακτηρισμός της τοποθεσίας του ως το «τρίτου τ’ αρανού». Το Νεοχώρι βρίσκεται 56 περίπου χιλιόμετρα Νοτιοδυτικά της Λαμίας, πρωτεύουσας του Νομού Φθιώτιδος και αποτελεί Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Υπάτης.

Περιγραφή διαλέκτου

Η Καλυμνιακή διάλεκτος εντάσσεται στα Δωδεκανησιακά ιδιώματα, τα οποία συγκαταλέγονται στα αρχαϊκότερα ιδιώματα της Ελληνικής γλώσσας, όπως επίσης τα ιδιώματα της Μικράς Ασίας, της Κύπρου και της Κάτω Ιταλίας. Τα Δωδεκανησιακά ιδιώματα προέρχονται από τη Δωρική διάλεκτο και ανήκουν στα νότια ιδιώματα της Ελληνικής. Το ιδίωμα της Καλύμνου δημιουργήθηκε στα μεσαιωνικά χρόνια. Η πολυτάραχη ιστορία του νησιού δε φαίνεται να επηρέασε τα αρχικά χαρακτηριστικά του ιδιώματός του, παρότι οι συνεχείς επιδρομές και η προέλαση διαδοχικών κατακτητών έληξε μόλις στις 7 Μαρτίου του 1948, με την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Οι Καλύμνιοι κατάφεραν να διατηρήσουν ζωντανό το ιδίωμά τους. Αυτό οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι οι κάτοικοι απομακρυνόταν από το νησί τους μόνο για τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Αφετέρου πάντα επιδείκνυαν σθεναρή αντίσταση στις προσπάθειες των διαφόρων κατακτητών (Άραβες, Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη, Τούρκους, Ιταλούς και Γερμανούς) για προσηλυτισμό, διαφυλάσσοντας έτσι τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους. Επιπλέον, κατά τη μακρόπνοη περίοδο της Τουρκοκρατίας ο θεσμός της Δημογεροντίας κράτησε σε απόσταση τους Τούρκους κατακτητές και επομένως και τις επιρροές στο ιδίωμα από την Τουρκική. Αλλαγές στην Καλυμνιακή διάλεκτο παρατηρήθηκαν ουσιαστικά μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν δηλαδή ο αριθμός των Καλύμνιων μεταναστών αυξήθηκε αισθητά.

Χαρακτηριστικά διαλέκτου

Α. Φωνολογικά χαρακτηριστικά:
  1. Εμφάνιση διπλών συμφώνων.
  2. Σχηματισμός των συμφωνικών συμπλεγμάτων [kx], [pf], [tθ] από τα κλειστά [k], [p], [t] και το τριβόμενο [θ] μέσω της διαδικασίας της ανομοίωσης (λάκκος  λά[kx]ος, πάππους   πά[pf]ους, θυμούμαι   [tθ]υμούμαι).
  3. Διατήρηση του τελικού ένρινου -ν [-n] και συχνά προκαταβολική αφομοίωση με το αρχικό σύμφωνο της επόμενης λέξης retention (μη ρωτάς   μη[ρ] ρωτάς).
  4. Εξάλειψη των τριβόμενων [ν], [γ], [δ], κυρίως σε μεσοφωνηεντικά περιβάλλοντα (κά[v]ουρας   κάουρας, φα[γ]ωμένος   φαωμένος, κλα[´δ]ί   κλαΐ).
  5. Εμφάνιση τσιτακισμού, δηλαδή τροπή του κλειστού [k] σε προστριβόμενο [tʃ] μπροστά από τα πρόσθια [e] και [i] ([k]αι   [tʃ]αι).
  6. Τροπή του τριβόμενου υπερωικού [x] σε τριβόμενο ουρανοφατνιακό [∫] πριν από τα πρόσθια [e] και [i] (α[x]ινός   α[ʃ]ινός).
  7. Ουρανικοποίηση των συριστικών φατνιακών [s] και [z] και τροπή σε [ʃ] πριν το πρόσθιο [i], το οποίο εξαλείφεται (εκκλη[´si]α   εκκλη[ʃ]ά).
Β. Μορφολογικά χαρακτηριστικά:
  1. Διατήρηση των επιθημάτων -ουσιν και -ασιν στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα και του αορίστου αντίστοιχα, καθώς και του προθήματος της αύξησης ἠ- (κάμνουσι(ν), ἠκάμνασι(ν)).
Γ. Συντακτικά χαρακτηριστικά:
  1. Αντικατάσταση του συμπληρώματος του ρήματος σε δοτική άλλοτε με αιτιατική (βοηθᾱ τούς συγγενεῑς) και άλλοτε με γενική ((δ)έφ φουκρᾶται καθόλου τῆς μάνας του).
  2. Επίταξη του εγκλιτικού μετά το ρήμα, εκτός των περιπτώσεων ύπαρξης «θα», άρνησης ή συμπληρωματικού δείκτη (ὃσα μοῦ γύρεψε ὃ πατέρας, ήδωκά του τα – (θ)ά τοῦ δείξω θέλω).
  3. Εμφάνιση του διπλού συμπληρωματικού δείκτη «ὂτι πώς».

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Τα Καλυμνιακά (ή Καλύμνικα) είναι η διάλεκτος που ομιλείται στην Κάλυμνο, στο τέταρτο σε έκταση νησί των Δωδεκανήσων, στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Βρίσκεται ανάμεσα στην Κω, τη Λέρο και τη Μικρά Ασία. Το νησί είναι φημισμένο για τη σπογγαλιεία των κατοίκων, γνωστό και ως το Νησί των Σφουγγαράδων. Η αρχική ονομασία του νησιού ήταν Καλύδνα. Στη συνέχεια μετεξελίχτηκε σε Κάλυμνα και τελικά σε Κάλυμνος. Η Καλυμνιακή διάλεκτος χρησιμοποιείται στην προφορική επικοινωνία των κατοίκων του νησιού, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, οι οποίοι υπολογίζονται περίπου στις δεκάξι χιλιάδες. Επίσης ομιλείται από τους πολυάριθμους απόδημους Καλύμνιους, κυρίως στην Αμερική, στην Αυστραλία και στη Γαλλία.

Περιγραφή διαλέκτου

Τα Καππαδοκικά ομιλούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς στην περιοχή της Καππαδοκίας της σημερινής κεντρικής Τουρκίας. Η μακραίωνη συνύπαρξη των Ελλήνων με το τουρκικό στοιχείο οδήγησε στη διαμόρφωση της καππαδοκικής διαλέκτου με έντονη την επίδραση της Τουρκικής σε τέτοιο βαθμό ώστε να χαρακτηρίζεται συχνά ως «Ελληνικά από τουρκικό στόμα» (Βλ. Dawkins, 1916). Σύμφωνα με τον Ανδριώτη (1948), «ο όρος καππαδοκική διάλεκτος εκφράζει μια ενότητα περισσότερο γεωγραφική παρά γλωσσική». Η πρώτη προσπάθεια κατηγοριοποίησης της Καππαδοκικής σε επιμέρους διαλεκτικές ζώνες ανήκει στον Dawkins (1916), ο οποίος διακρίνει: α) το ιδίωμα της Σίλλης της Λυκαονίας (κοντά στο Ικόνιο) το οποίο συμφώνα με τον ίδιο δεν αποτελεί αμιγώς καππαδοκική διαλεκτική ποικιλία, β) το ιδίωμα των Φαράσων (και άλλων έξι χωριών που βρίσκονταν στην ίδια κοιλάδα), το οποίο θεωρεί επίσης μη αμιγώς καππαδοκικό ιδίωμα και υποστηρίζει ότι εμφανίζει περισσότερες ομοιότητες με τα Ποντιακά, και γ) το ιδίωμα της κυρίως Καππαδοκίας, το οποίο χωρίζει σε δύο μεγάλες ομάδες, τα Βόρεια Καππαδοκικά (Σίλατα, Ανακού, Φλογητά, Μαλακοπή, Σινασός, Ποτάμια, Δελμεσός) και τα Νότια Καππαδοκικά (Αραβανί, Γούρδανος, Φερτάκαινα, Ουλαγάτς, Σεμέντερε). Ο Janse (2001, προσεχώς), συμπληρώνοντας την κατηγοριοποίηση του Dawkins εισάγει και μια ενδιάμεση ζώνη, αυτή της Κεντρικής Καππαδοκίας (οπού τοποθετεί την Αξό και το Μιστί) καθώς και επιμέρους εσωτερικές διαφοροποιήσεις. H Καππαδοκική διάλεκτος διατηρήθηκε στην Κεντρική Τουρκία ως το 1923, οπότε με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Καππαδόκες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και εγκαθίστανται σε περιοχές της Βόρειας κυρίως Ελλάδας αλλά και αλλού. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μέχρι και πριν από λίγα χρόνια η συγκεκριμένη διάλεκτος θεωρούνταν νεκρή, οπότε οι Δημήτρης Παπαζαχαρίου (επικ. Καθ. στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών) και Mark Janse (Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Γάνδης, Βέλγιο) εντόπισαν Καππαδόκες στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι μιλούν ακόμη τη διάλεκτο. Το Εργαστήριο Νεοελληνικών Διαλέκτων του Πανεπιστημίου Πατρών είναι έντονα δραστηριοποιημένο ερευνητικά για την καταγραφή και μελέτη των Καππαδοκικών, όπως αυτή ομιλείται σήμερα από τους πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς.

Χαρακτηριστικά διαλέκτου

Η νεοελληνική διάλεκτος της Καππαδοκίας παρουσιάζει αρκετά γραμματικά φαινόμενα, τα οποία την διακρίνουν από τις άλλες νεοελληνικές ποικιλίες: αρχαϊκά στοιχεία που είναι χαρακτηριστικά προηγούμενων φάσεων της ιστορίας της Ελληνικής, στοιχεία που μοιράζεται με άλλες νεοελληνικές ποικιλίες της Μικράς Ασίας, στοιχεία της Τουρκικής που εισήλθαν στην Καππαδοκική λόγω της επαφής της με την Τουρκική.
Φωνολογία
Αρχαϊσμοί: Διατήρηση της προφοράς του αρχαίου η /ε:/ ως /e/ και όχι ως /i/, κυρίως σε άτονες συλλαβές.
Χαρακτηριστικά που μοιράζεται με άλλες νεοελληνικές ποικιλίες της Μικράς Ασίας: Aποβολή των υψηλών φωνηέντων /i/ και /u/ και ανύψωση των μέσων φωνηέντων /e/ και /o/ σε /i/ σε άτονες συλλαβές στο τέλος της λέξης. Aνάπτυξη των μεταφατνιακών τριβόμενων /ʃ/ και /ʒ/ και των ουρανικοφατνιακών προστιβόμενων /tʃ/ και /dʒ/ πριν από τα πρόσθια φωνήεντα /i/ και /e/. Απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος /st/ σε /s/ σε αμαλγάματα που αποτελούνται από τις προθέσεις σε και ας ‘από’ και σε διάφορες μορφές του οριστικού άρθρου.
Στοιχεία που εισήχθηκαν λόγω γλωσσικής επαφής με την Τουρκική: εισαγωγή στο φωνηματικό σύστημα της Καππαδοκικής των τουρκικών συμφώνων /ɣ/ και /q/ και των τουρκικών φωνηέντων /œ/, /y/, /ɯ/. Όταν αυτά τα φωνήεντα εμφανίζονται σε παραγωγικά και κλιτικά επιθήματα είτε ελληνικής είτε τουρκικής προέλευσης, υπόκεινται συχνά στη φωνηεντική αρμονία της τουρκικής. Επέκταση της χρήσης των τουρκικών δασέων κλειστών /ph/, /th/ και /kh/ από δάνειες λέξεις σε λέξεις ελληνικής προέλευσης. Τα ελληνικά οδοντικά τριβόμενα /θ/ και /ð/ συγχωνεύτηκαν με τα φατνιακά κλειστά /t/ και /d/ ή με τα υπερωικά και ουρανικά τριβόμενα /x/ και /j/.
Μορφολογία
Αρχαϊσμοί: Xρήση διάφορων μορφών των κτητικών αντωνυμιών για το 1ο και το 2ο πρόσωπο που προέρχονται από τις αρχαίες κτητικές αντωνυμίες ἐμός-ἐμή-ἐμόν ἡμέτερος-ἡμετέρα-ἡμέτερον και σός-σή-σόν ὑμέτρος-ὑμετέρα-ὑμέτερον. Xρήση του να για τη δήλωση του μέλλοντα που προηγείται ρήματος σε χρόνο ενεστώτα. Διατήρηση των καταλήξεων ούμαι/ούται/ούνται για τον σχηματισμό του παθητικού ενεστώτα των ρημάτων σε -ώνω που προέρχονται από τα αρχαία ρήματα σε όω. Απουσία των περιφραστικών δομών που σχηματίζονται με το βοηθητικό ρήμα έχω και με το αόριστο απαρέμφατο για τη δήλωση του υπερσυντέλικου και του παρακείμενου.
Χαρακτηριστικά που μοιράζεται με άλλες νεοελληνικές ποικιλίες της Μικράς Ασίας: Επέκταση της χρήσης της γενικής ενικού και πληθυντικού αριθμού και των καταλήξεων ονομαστικής/αιτιατικής πληθυντικού αριθμού των ουδέτερων ουσιαστικών που λήγουν σε –ι σε αρσενικά, θηλυκά και άλλα ουδέτερα ουσιαστικά. Χρήση του επιθήματος –ιου. Μηδενική πραγμάτωση της ονομαστικής ενικού και πληθυντικού του αρσενικού. Aντικατάσταση της δοτικής πτώσης από την αιτιατική για τη μορφολογική δήλωση του έμμεσου αντικειμένου. Eκτεταμένη χρήση των ουδέτερων μορφών σε στόχους συμφωνίας γένους (άρθρα, επίθετα, μόρια, αντωνυμίες, αριθμητικά) που ελέγχονται από αρσενικά και θηλυκά ουσιαστικά.
Στοιχεία που εισήχθηκαν λόγω γλωσσικής επαφής με την Τουρκική: Η Καππαδοκική ανέπτυξε εν μέρει συγκολλητική μορφολογία. Οι ελληνικές κτητικές αντωνυμίες μετατράπηκαν σε κτητικά επιθήματα, όπως συμβαίνει και στην Τουρκική. Συγκολλητική μορφολογία εμφανίζεται και στην κατηγορία του ρήματος. Η κλίση του συνδετικού ρήματος είναι συγκολλητική και βασίζεται στο 3ο πρόσωπο ενικού αριθμού, όπως συμβαίνει και στην Τουρκική. Η Καππαδοκική δεν διαθέτει διάκριση γραμματικού γένους. Εμφανίζεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις και αποκλειστικά στην κλιτική μορφολογία των έμψυχων ουσιαστικών που ανήκουν στις τάξεις του αρσενικού και του θηλυκού γένους. Το οριστικό άρθρο δεν διαθέτει διάκριση γένους, ενώ τα επίθετα και άλλοι τροποποιητές εμφανίζονται στο ουδέτερο γένος. Χρήση του μορίου εν (από το τουρκικό en) για να σχηματίσει τον υπερθετικό βαθμό.Χρήση του ερωτηματικού μορίου μι (από το τουρκικό mi) για να δηλώσει τις ερωτήσεις του ναι/όχι.
Σύνταξη
Αρχαϊσμοί: Κατανομή της έγκλισης και της πρόκλισης σε σχέση με τις κλιτικές αντωνυμίες σε θέση αντικειμένου: οι αντωνυμίες κυρίως ακολουθούν το ρήμα, αλλά προηγούνται του ρήματος αν το ρήμα τίθεται αμέσως πριν από δείκτες τροπικότητας και άρνησης, από συμπληρωματικούς δείκτες, ερωτηματικοαναφορικές λέξεις ή προσθιωμένα επιρρηματικά. Ανάπτυξη του αναδιπλασιασμού του άρθρου, δηλαδή εμφάνιση του οριστικού άρθρου πριν και από το ουσιαστικό-κεφαλή και πριν από οποιοδήποτε επιθετικό τροποποιητή σε οριστικές ονοματικές φράσεις. Διατήρηση της αναφορικής χρήσης του οριστικού άρθρου και απουσία του δείκτη αναφορικότητας (ό)που και των αναφορικών αντωνυμιών ο οποίος/η οποία/το οποίον.
Στοιχεία που εισήχθηκαν λόγω γλωσσικής επαφής με την Τουρκική: Η Καππαδοκική, λόγω της επαφής της με την Τουρκική, είναι κατά κύριο λόγο μία γλώσσα με την κεφαλή δεξιά. Επομένως, η σειρά των κύριων όρων της είναι Υ-Α-Ρ (υποκείμενο-αντικείμενο-ρήμα), μία σειρά στην οποία η κεφαλή προηγείται της επίθεσης, η κτήση του κτήτορα και ένας εξαρτημένος ρηματικός σχηματισμός προηγείται του κύριου ρήματος. Σχηματισμός του συγκριτικού βαθμού στο πρότυπο της Τουρκικής, χρησιμοποιώντας το επίθετο στον θετικό βαθμό, το οποίο προηγείται μίας προθετικής φράσης που σχηματίζεται με το ας ή το από, των οποίων η πρωτοτυπική σημασία ταυτίζεται με την τουρκική (dan) πτώση.
Λεξιλόγιο
Η Καππαδοκική διατηρεί πολλές ελληνικές αρχαϊκές λέξεις. Επιπλέον, ως μία γλώσσα επαφής, χρησιμοποιεί λεξικά δάνεια από την Τουρκική σε ευρεία κλίμακα. Επιπρόσθετα, δανείστηκε πολλές λέξεις από τη Λατινική, την Ιταλική, τη Σλαβική και την Αρμενική.

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Η Καππαδοκία είναι μία ιστορική περιοχή που βρίσκεται στην κεντρική Μικρά Ασία (Ανατολία, Τουρκία) και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας Nevşehir της σημερινής Τουρκίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η χρήση της νεοελληνικής διαλέκτου της Καππαδοκίας περιορίστηκε γεωγραφικά σε είκοσι περίπου χωριά ανάμεσα στις οθωμανικές πόλεις Nevşehir (στα ελληνικά Νεάπολις), Kayseri (στα ελληνικά Καισάρεια) και Niğde (στα ελληνικά Νίγδη), στις οποίες κατοικούσαν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει κοινότητες που μιλούσαν την Καππαδοκική: Ανακού, Αραβισός, Αραβανί, Αξός, Γούρδουνος, Δήλα, Φερτέκι, Μαλακοπή, Μιστί, Ουλαγάτς, Ποτάμια, Σεμεντερή, Σίλατα, Σινασός, Τελμησσός, Τζαλέλα, Τροχός, Τσαρικλί, Τσελτέκ και Φλοϊτά.
Μετά την Ανταλλαγή Πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (1923), οι Ελληνόφωνοι Καππαδόκες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε περιοχές στην κεντρική και τη βόρεια Ελλάδα. Εκεί, κατοίκησαν σε ελληνικές πόλεις και χωριά ή ίδρυσαν νέες κοινότητες στις οποίες έδιναν συχνά τα ονόματα των περιοχών της καταγωγής τους στη Μικρά Ασία. Για παράδειγμα, πρόσφυγες από το Μιστί εγκαταστάθηκαν σε χωριά και πόλεις στη δυτική και ανατολική Μακεδονία (στο Αγιονέρι και στο Ξηροχώρι Κιλκίς, στην Καβάλα), στη Θράκη (στην Αλεξανδρούπολη, στην Ξάνθη), στη Θεσσαλία (Μάντρα Λαρίσης) και στην Ήπειρο (Κόνιτσα).
Διαλεκτικό απόσπασμα
Σα μπρώτο νταρό έντουν έργκο. Ατžεί ‘ς α μέρος ήσανται τέσσαρα νομάτοι. Σ’ απίσου το κόμμα είχαν α μουσκάρι. Μουσκάρι κ’ είπεν: «Α φάγω το κεπέκι». Μούχτσεν dα το τšουφάλιν dου σο πιθάρι, έφαεν dα το κεπέκι. Στέρου τžο μπόρκε να βγκάλει dο τšουφάλιν dου. Σωρεύταν dου σπιτού οι νομάτοι. «Να ιδούμε τους αν do ποίκομε». Τžο μπόρκαν να ποίκουν αν γκατžί. Το γερού οι νομάτοι: «Να κόψομ’ το τšουφάλιν dου, να γλυτώσομε το πιθάρι».

Περιγραφή διαλέκτου

Grico (Γκρίκο) ονομάζεται η διάλεκτος ελληνικής καταγωγής που μιλιέται στην περιοχή του Salento (Σαλέντο) στην Κ. Ιταλία (στο άκρο της επαρχίας του Lecce). Η Grico με βάση τον παραδοσιακό διαχωρισμό που κάνει ο Hatzidakis (1892) δεν ανήκει ούτε στα βόρεια ούτε στα νότια ιδιώματα, αλλά αποτελεί ξεχωριστή διάλεκτο (Κοντοσόπουλος 2001). Στη διάλεκτο διατηρούνται αρκετοί αρχαϊσμοί και δωρισμοί στη γραμματική και -κυρίως- στο λεξιλόγιο και υπάρχουν σαφείς επιρροές από την ιταλική γλώσσα και τις τοπικές ρομανικές διαλέκτους.

Χαρακτηριστικά διαλέκτου

Φωνολογικά χαρακτηριστικά:
– προστριβοποίηση, το /k/ προφέρεται ως /tʃ/ σε περιβάλλον πριν από [i] και [e], π.χ.: /tʃe΄rasi/ αντί /ke΄rasi/, /e΄tʃi/ αντί /e΄ki/ (Καραναστάσης 1984)
– απλοποίηση συμφωνικών συμπλεγμάτων, π.χ.: /tsi΄xros/ αντί /psi΄xros/
– μετάθεση συμφώνων, π.χ.: /a΄lvi/ αντί /a΄vli/
– διατήρηση της προφοράς των διπλών συμφώνων. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται δευτερογενής εμφάνιση διπλών συμφώνων, δηλαδή δύο σύμφωνα σε θέσεις που δεν δικαιολογούνται ετυμολογικά, π.χ.: a΄finno (Καραναστάσης 1984, Manolessou 2005)
– προτίμηση για ανοιχτές συλλαβές με αποτέλεσμα:
(α) να απαλοίφεται το τελικό [s] ή [n], π.χ.: /΄krio/ ‘κριάρι’ αντί /kri΄os/, /΄legu/ αντί /΄legun/
(β) να προστίθεται ένα [e] στο τέλος των λέξεων, π.χ.: /΄trise/ ‘τρεις’ αντί /tris/
-απουσία ηχηροποίησης κλειστών συμφώνων μετά από έρρινα σε συλλαβές οι οποίες βρίσκονται, τόσο στο εσωτερικό των λέξεων, όσο και στα όρια λέξεων (/nt, mp, nk/ > *[nd], *[mb], *[ng]), π.χ.: [΄δonti] αντί *[΄δondi] και [to#΄ttopo] αντί *[to(n)# ΄dopo] ‘τον τόπο’(Manolessou 2005)
Μορφολογικά χαρακτηριστικά:
– ο μέλλοντας στο ρηματικό σύστημα δεν σχηματίζεται με γραμματικά μέσα. Για τη δήλωση μίας μελλοντικής ενέργειας χρησιμοποιούνται -τις περισσότερες φορές- λεξικά μέσα και ο ενεστωτικός τύπος π.χ.: ΄avri ΄vreχi «αύριο θα βρέξει» (Manolessou 2005)
– το ρήμα ΄steo με τον άκλιτο τύπο της μετοχής ενεστώτα (γερούνδιο) σχηματίζουν τον εξακολουθητικο ενεστώτα, π.χ.: ΄sto ΄γrafonta «γράφω συνεχώς» (Καραναστάσης 1984)
– ο παρακείμενος σχηματίζεται με τους κλιτούς τύπους του ρήματος έχω ή είμαι (ανάλογα με τη φωνή) και τη μετοχή παρακειμένου, π.χ.: ΄exo fa΄mena «έχω φάει», ΄ime arto΄mena «έχω έρθει» (Ralli 2006)
– χρησιμοποιείται ο παρατατικός του ρήματος έχω με τον άκλιτο τύπο της μετοχής αορίστου (γερούνδιο) για το σχηματισμό του υπερσυντέλικου, πχ.: ΄ixa ΄kamonta «είχα κάνει» (Καραναστάσης 1984)
– το σύστημα υποκορισμού με επιθήματα εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά με το αντίστοιχο σύστημα στα Νέα Ελληνικά (Melissaropoulou& Ralli 2008)
– η αύξηση πάντα στο κλιτικό παράδειγμα των παρελθοντικών ρηματικών χρόνων εμφανίζεται ανεξάρτητα από τον τόνο, π.χ.: ΄e-graf-a 1 ΕΝ ΠΑΡΑΤ , e-΄graf-amo 1 ΠΛΗΘ ΠΑΡΑΤ.  Όσα ρήματα αρχίζουν από σύμφωνο και συνδυάζονται με ΑΕ πρόθεση παίρνουν συλλαβική αύξηση εξωτερικά (Καραναστάσης 1997)
Συντακτικά χαρακτηριστικά:
– τα κλιτικά (clitics) τοποθετούνται πριν το ρήμα και μόνο στην προστακτική τοποθετούνται μετά το ρήμα, π.χ.: ‘mu svuddhiete e mitti’ (= η μύτη μου είναι καθαρή) (Ralli 2006)
– διατήρηση του απαρεμφάτου κυρίως μετά από ρήματα αίσθησης, ακοής, γνώσης ή το ρήμα ΄ssodzno ‘μπορώ’, π.χ.: ‘δe ΄ssοdzno ΄fai’, ‘δen ΄eχo pu ΄pai’, ‘ton ΄ikua ΄erti’ (Manolessou 2005)
Λεξιλογικά χαρακτηριστικά:
Στο λεξιλόγιο της Grico παρατηρούνται τα εξής (Καραναστάσης 1984):
(α) ένας σημαντικός αριθμός λέξεων με ΑΕ ετυμολογία, οι οποίες δεν έχουν διατηρηθεί ή είναι σπάνιες σε άλλες ΝΕ διαλέκτους, π.χ.: ΄arte «μόλις» (<ἄρτι), si΄tani «σιτάρι στουμπισμένο» (< σητάνειος ή σητάνιος)
(β) λέξεις που διατηρούν την αρχαιοελληνική σημασία (σημασιολογικοί αρχαϊσμοί). Πολλές από αυτές τις λέξεις έχουν αλλάξει σημασία στην Κοινή Νέα Ελληνική ή τις ΝΕ διαλέκτους, π.χ.: si΄konno «φυλάσσω, διατηρώ σε κλειστό χώρο», ΄exo + τελική πρόταση «μπορώ να…»
(γ) ένας περιορισμένος αριθμός λέξεων (περίπου 25), οι οποίες διατηρούν το δωρικό /ā/ σε θέσεις που έχει αντικατασταθεί από το ιωνικό-αττικό μακρό /ē/, π.χ.: la΄no «ληνός», pa΄tta «πηκτή». Οι λέξεις αυτές ανήκουν στο καθημερινό λεξιλόγιο
(δ) προσαρμοσμένες λέξεις από την Ιταλική, π.χ.: μαΐστρα «μαστόρισσα» < maestra «δασκάλα», ή τα τοπικά ιταλικά ιδιώματα, π.χ.: vu΄teddi «χωνί» < muteddu «χωνί», atsi΄konno (ή atsikkonno) «πιάνω, συλλαμβάνω» < από το βυζαντινή λέξη τσακώνω με επίδραση της λέξης azziccare «συλλαμβάνω» του τοπικού ιδιώματος 

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Κοινότητες ομιλητών τής Κατωιταλικής διαλέκτου υπάρχουν σήμερα στη νότια άκρη της Καλαβρίας και στην περιοχή Σαλέντο της Απουλίας, κοντά στην πόλη Λέτσε. Στο Σαλέντο βρίσκονται εννέα μικρές πόλεις στην περιοχή Grecìa Salentina (Καλημέρα, Μαρτάνο, Καστρινιάνο ντε Γκρέτσι, Κοριλιάνο ντ΄ Οτράντο, Μαλπινιάνο, Σολέτο, Στερνάτια, Ζολίνο, Μαρτινιάνο), με συνολικό πληθυσμό 40.000 ατόμων. Στην Καλάβρία βρίσκονται εννέα χωριά στην περιοχή Μπόβα, αλλά ο γραικάνικος πληθυσμός εκεί είναι σημαντικά μικρότερος.Ο ελληνόφωνος πληθυσμός της Κ. Ιταλίας δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός μέχρι το 1821, όταν ο γερμανός ερευνητής C. Witte δημοσίευσε υλικό που συνέλεξε από την περιοχή. Από τότε και για αρκετό καιρό απασχόλησε την έρευνα το θέμα της καταγωγής του πληθυσμού και της απαρχής της διαλέκτου. Οι επικρατούσες απόψεις σχετικά με την καταγωγή των ιδιωμάτων της Κ. Ιταλίας μπορούν να συνοψιστούν ως εξής (βλ. σχετικά Καραναστάσης 1984, Manolessou 2005): (α) η διάλεκτος ανάγεται απευθείας στην αρχαία εποχή βάσει των αρχαϊσμών και των δωρικών στοιχείων που εντοπίζονται στις γλωσσικές ποικιλίες της περιοχής (την συγκεκριμένη άποψη υποστηρίζουν με σχετικές μελέτες τους οι: Rohlfs, Χατζιδάκις, Καψωμένος, Τσοπανάκης, Καρατζάς). (β) η διάλεκτος ανάγεται στα Βυζαντινά χρόνια (9ος – 10ος αι. μ.Χ.), γιατί εμφανίζει όμοια στοιχεία γλωσσικής μεταβολής με τις υπόλοιπες ΝΕ διαλέκτους έως τα μεσαιωνικά χρόνια (την συγκεκριμένη άποψη υποστηρίζουν με σχετικές μελέτες τους οι: Morosi, Pernot, Battisti, Alessio).
Διαλεκτικό απόσπασμα
Evò panta se sena pensèo,
jatì sena fsichì mu gapò,
ce pu pao, pu sirno, pu steo
stin kardìa mu panta sena vastò.

Περιγραφή διαλέκτου

Η νήσος της Κρήτης εξαιτίας της γεωγραφικής απομόνωσής της από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, αλλά και της μακραίωνης κατοχής της από δυτικούς (Βενετούς, Ιταλούς) και ανατολικούς (Τούρκους) λαούς διαμόρφωσε έναν ιδιαίτερο γλωσσικό χαρακτήρα. Διαφοροποιήθηκε από την εξέλιξη της Κοινής Νέας Ελληνικής κυρίως στο ότι διατήρησε αρκετά χαρακτηριστικά παλιοτέρων φάσεων της γλώσσας. Βεβαίως η «απόκλισή» της από την Κοινή Νεοελληνική δεν είναι τέτοια ώστε να αποτρέπει την κατανόηση (βλ. Κοντοσόπουλος 2006, Χαραλαμπάκης 2005). Η Κρητική Διάλεκτος ανήκει στα Νότια Ιδιώματα και διακρίνεται σε ανατολικό και δυτικό ιδίωμα. Το ανατολικό ιδίωμα τυπικά συμπίπτει με τους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου, ενώ το δυτικό με τους νομούς Ρεθύμνου και Χανίων.

Χαρακτηριστικά διαλέκτου

Κατάληξη –εα στα θηλυκά ονόματα που δηλώνουν οσμή (λαδέα). Στο Ρέθυμνο η κατάληξη εξελίχτηκε σε –ε (τυρέ).
Αποβολή τελικού –ν της γενικής πληθυντικού των ονομάτων όταν δεν υπάρχει ευφωνία (τω γερόντω).
Ουσιαστικά αρσενικά σε –ος που παίρνουν ουδέτερο άρθρο κατ’ αναλογία με άλλα συνώνυμα (το λαός, το στρατός). Επίσης ουσιαστικά ουδέτερα σε –ο παίρνουν την κατάληξη –ος (το δώρος, το κρύος).
Η γενική ενικού του θηλυκού άρθρου είναι τση.
Η γενική ενικού  των αρσενικών κύριων ονομάτων σε –ος σχηματίζεται με την κατάληξη –ο (του γέρο, του φιλιότσο)
Οι δεικτικές αντωνυμίες παρεκτείνονται με διάφορα επιθήματα (εκείνην-ε, εκείνοσ-ας, ετούτοσ-ες).
Επιρρήματα παρεκτείνονται με διάφορα επιθήματα (έτσι-δα, επα-δά, έτσι-δε).
Ο τύπος (ν)τωνε (των,τους) της προσωπικής και κτητικής αντωνυμίας (δυτική Κρήτη) έναντι έναντι του αντίστοιχου τύπου τως της ανατολικής Κρήτης (τα οζά ντωνέ=τα ζώα τους).
Το επίρρημα πολύ γίνεται πολιό ως α’ συνθετικό ρημάτων (πολιοκουράζομαι).
Τα επιρρήματα καλά και πολλά όταν προσδιορίζουν επίθετα είναι επιτακτικά και σημαίνουν εξαιρετικά και πολύ (καλά καλός= πολύ καλός).
Επιρρήματα με καταλήξεις –ς (οψέ-ς), -ου (κοντίν-ου), -ας (ετότεσ-ας), -ως (νύχτι-ως), -ι (μονοκάρδ-ι), -ε (συχν-έ).
Ο μέλλοντας σχηματίζεται και περιφραστικά με το βοηθητικό ρήμα θέλω ως εξής: το τελικό μόριο να + υποτακτική ρήματος + θέλω (ή θέλει το οποίο μένει άκλιτο σε όλα τα πρόσωπα) (να τον ασβολώσει θέλει, να φτάξετε θέλει).
Ρήματα σε –ιουμαι αντί –ιεμαι (καταργιούμαι, κατουργιούμαι).
Συλλαβική αύξηση ε- (η- στην ανατολική Κρήτη) σε τονιζόμενη και σε άτονη θέση των παρελθοντικών χρόνων των ρημάτων (εφτάξαμε, ήπιασα).
Διατηρούνται αρχαίες ρηματικές καταλήξεις του γ’ πληθυντικού –ουσι (ενεστώτας, μέλλοντας) και –ασι (αόριστος) όταν ακολουθεί εγκλιτικός αντωνυμικός τύπος (μηνούσι ντωνέ, επαίξασί ντωνέ μπαλότες).
Άφθονοι δωρικοί τύποι (σαμά, σκανέα, αγγέλαμος).
Τύποι προστακτικής αρχαίων ρημάτων (έρχου, κράτει, παρίστα).
Διατήρηση γραμματικού γένους των αρχαίων ονομάτων (η κεφαλή, η χέρα, ο λύχνος, ο όφης).

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Η Κρητική διάλεκτος ομιλείται στη νήσο της Κρήτης που βρίσκεται στο νότιο άκρο του Αιγαίου Πελάγους. Κρήτες διαλεκτόφωνοι είναι επίσης εγκατεστημένοι στη Συρία (Χαμιδέ) και στα παράλια της Μικράς Ασίας (Κρήτες Μουσουλμάνοι οι οποίοι ήταν αρχικά εγκατεστημένοι στην Κρήτη και μετακινήθηκαν στην Μικρά Ασία με την ανταλλαγή πληθυσμών που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάνης (1923).
Διαλεκτικό απόσπασμα
Χίλιως καλώς το βρήκαμε του φίλου μας το σπίτι,απού ‘χει τον Αυγερινό και τον αποσπερίτη. Χίλιως καλώς το βρήκαμε του φίλου μας το σπίτι του φίλου του συντέκνου μας του πλια καλού μας φίλου και του καιρού χαιράμενος κι’ αντί καιρού και πάντα να ζούμε και να σμίγομε.

Περιγραφή διαλέκτου

Η Κυπριακή είναι μία από τις πλέον ενεργές νεοελληνικές διαλέκτους και ανήκει στα νότια ιδιώματα της Ελληνικής καθώς δεν εμφανίζει στένωση ή κώφωση. Η (παλαιά) Κυπριακή άνηκε στον ανατολικό κλάδο της αρχαίας Αρκαδοκυπριακής. Σήμερα ομιλείται από περίπου 850.000 κατοίκους του νησιού τόσο στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, όσο και στις κατεχόμενες περιοχές του νησιού – κυρίως σε χωριά όπου ζουν εγκλωβισμένοι (Αγ. Τριάδα, Ριζοκάρπασο). Παράλληλα, ομιλείται και από αρκετές χιλιάδες Κυπρίους κατοίκους εξωτερικού. Αν και δεν έχει καθεστώς επίσημης γλώσσας, εντούτοις, σε αυτήν έχουν γράψει σημαντικοί λογοτέχνες, όπως ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Η πολυτάραχη ιστορία του νησιού έχει επηρεάσει καταλυτικά την εξέλιξη της Κυπριακής. Ήδη από κείμενα του 14ου-15ου αι., όπως οι Ασσίζες (14ος αι.) και το Χρονικόν τού Λεοντίου Μαχαιρά (15ος αι.), φαίνεται ότι η Κυπριακή είχε αρχίσει να διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες Ελληνικές γλωσσικές ποικιλίες. Παράλληλα, η απομόνωσή της, λόγω ιστορικών παραγόντων, καθιστά την Κυπριακή ως τον πλέον αξιόπιστο μάρτυρα για τη μεσαιωνική Ελληνική.
Η Κυπριακή ομιλείται από αρκετές χιλιάδες Κυπρίους ομογενείς της διασποράς, κυρίως σε χώρες όπως η Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλληλα, χρησιμοποιείται όχι μόνο στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, αλλά και από Κυπρίους (Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους) που διαμένουν στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού. Η Κυπριακή παρουσιάζει αρκετές ενδοσυστηματικές διαφοροποιήσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση του υποκορισμού. Βασικό παραγωγικό επίθημα υποκορισμού είναι το -ούδιν/-ούδα (κοπελλ-ούδιν και κοπελλούδα). Εντούτοις, στην περιοχή Καρπασίας (κατεχόμενο μέρος της Κύπρου) και κυρίως στο Ριζοκάρπασο όπου διαμένουν εγκλωβισμένοι, χαρακτηριστικό παραγωγικό επίθημα είναι το -ούριν/-ούρα (κοπελλ-ούριν και κοπελλ-ούρα).

Χαρακτηριστικά διαλέκτου

Διατήρηση διπλών συμφώνων (π.χ. άλλος) και υστερογενής διπλασιασμός συμφώνων, συνήθως, σε μεσοφωνηεντική θέση (π.χ. σήμμερα).
Διατήρηση τελικού -ν (π.χ. τραπέζι-ν) και αναλογική έκταση σε τύπους που δεν δικαιολογείται ιστορικά (π.χ. πρόγραμμα-ν).
Τσιτακισμός με δασύτητα
Αποβολή μεσοφωνηεντικών /v/, /γ/, /δ/ (π.χ. γάδαρος → γάαρος ή γάρος)
Σε τριβόμενα συμφωνικά συμπλέγματα το δεύτερο μέλος ανομοιώνεται ως προς τον τρόπο άρθρωσης και γίνεται κλειστό. Π.χ. ήρθα → ήρτα
Επένθεση /i/ (π.χ. εν-ι-ξέρω)
Δήλωση παρελθοντικών χρόνων μέσω ασυνεχούς μορφήματος («χρονική αύξηση» ε- και κλιτικό επίθημα) π.χ. ε-μίλη-σ-α.
Χρήση της αντωνυμίας ίντα και όχι της αντωνυμίας τι στην εισαγωγή ερωτηματικών προτάσεων
Χρήση των ρηματικών κλιτικών επιθημάτων -ουσιν και -ασιν στο γ΄ πληθυντικό (π.χ. αγαπούσιν και αγαπήσασιν).
Μετάκλιση (το κλιτικό τοποθετείται μετά το ρήμα). Π.χ. λαλεί το/του (το/του λέει)
Εμφάνιση του εν να  για τη δήλωση του διαρκούς αλλά και του στιγμιαίου μέλλοντα, π.χ. εν να έρτω «θα έρθω».
Λεξιλογικά δάνεια: Προβηγκιανά (Παλαιά Γαλλική, π.χ. τσαέρα < chaira, «καρέκλα»), Ιταλικά-Βενετικά (π.χ. κουρτέλλα < coltella, «μαχαίρι»), Τουρκικά και Αγγλικά δάνεια.

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Η Κυπριακή ομιλείται από αρκετές χιλιάδες Κυπρίους ομογενείς της διασποράς, κυρίως σε χώρες όπως η Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλληλα, χρησιμοποιείται όχι μόνο στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, αλλά και από Κυπρίους (Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους) που διαμένουν στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού. Η Κυπριακή παρουσιάζει αρκετές ενδοσυστηματικές διαφοροποιήσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση του υποκορισμού. Βασικό παραγωγικό επίθημα υποκορισμού είναι το -ούδιν/-ούδα (κοπελλ-ούδιν και κοπελλούδα). Εντούτοις, στην περιοχή Καρπασίας (κατεχόμενο μέρος της Κύπρου) και κυρίως στο Ριζοκάρπασο όπου διαμένουν εγκλωβισμένοι, χαρακτηριστικό παραγωγικό επίθημα είναι το -ούριν/-ούρα (κοπελλ-ούριν και κοπελλ-ούρα).
Διαλεκτικό απόσπασμα
Η κοντονούρα η αλεπού, άμα κι’ αρκέψαν οι άλλες να την περιπαίζουν, εΐνη φ-φωδκιά ‘που το θ-θυμόν της, αμμά ‘ν είπε λλέξη. Γιάλι-άλι έφυεν και πήε μμανιχή της αλλού. Ύστερα ‘που λλίες ημέρες ευρεθήκασιμ πάλε, αμ-μά η κοντονούρα η αλεπού εχώννετουμ ‘που λλόου τους να δει ίντα ‘μ που λαλούν. Ακούει τες και παραπονιούνται πως εν ιβρίσκουν τίποτε να φάσιν.

Περιγραφή διαλέκτου

Η Κωακή διάλεκτος εντάσσεται στα Δωδεκανησιακά ιδιώματα, τα οποία προέρχονται από τη Δωρική διάλεκτο και ανήκουν στα νoτιανατολικά ιδιώματα της Ελληνικής. Τα Δωδεκανησιακά ιδιώματα χωρίζονται σε δύο υποομάδες, ανάλογα με τις επιμέρους ομοιότητες των διαφόρων νησιών. Η διάλεκτος της Κω ανήκει στην υποομάδα που περιλαμβάνει τις διαλέκτους της Λέρου, της Αστυπαλαίας, της Νισύρου, της Τήλου, της ΒΑ Ρόδου και του Καστελλόριζου. Η Κωακή διάλεκτος διαθέτει δύο τοπικά ιδιώματα, τα οποία και αυτά υποδιαιρούνται σε άλλα δύο. Το ανατολικό ιδίωμα περιλαμβάνει το ιδίωμα της πόλης της Κω, καθώς και το ιδίωμα των περιοχών Ασφενδιού και Πυλί. Αντίστοιχα, στο δυτικό ιδίωμα, το ιδίωμα της Κεφάλου διαφοροποιείται από τα ιδιώματα της Αντιμάχειας και της Καρδάμαινας. Η διάλεκτος της Κω διατηρήθηκε παρά την επέλαση αρκετών κατακτητών, κάποιοι εκ των οποίων (Τούρκοι, Ιταλοί) είχαν μακρόχρονη παραμονή στο νησί. Οι αλλοιώσεις της διαλέκτου σημειώθηκαν ουσιαστικά μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα (07/03/1948), λόγω της επιρροής της Κοινής Νέας Ελληνικής, κυρίως μέσω του τουρισμού.

Χαρακτηριστικά διαλέκτου

Φωνολογικά χαρακτηριστικά:
  1. Εμφάνιση διπλού [ζ] (ζούμπερο   [zz]ούμπερο).
  2. Τσιτακισμός των [k] και [g] και τροπή σε [ts] και [g΄] αντίστοιχα, μπροστά από τα πρόσθια [e] και [i] ([k]ερί   [ts]ερί, κυρίως στην πόλη της Κω).
  3. Τροπή του τριβόμενου υπερωικού [x] σε τριβόμενο ουρανοφατνιακό [∫] πριν από τα πρόσθια [e] και [i] (κυρίως στην πόλη της Κω).
  4. Σχηματισμός των συμφωνικών συμπλεγμάτων [kx], [ph], [tθ] από τα κλειστά [k], [p], [t] (κού[k]ος   κού[kx]ος, κή[p]ος   κή[ph]ος, κρά[t]ος   κρά[tθ]ος).
Μορφολογικά χαρακτηριστικά:
  1. Διατήρηση του προθήματος της αύξησης ἐ (πήγαμε   ἐπήαμε, μόνο στο ανατολικό ιδίωμα).

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Τα Κωακά είναι η διάλεκτος που ομιλείται στην Κω, στο τρίτο σε έκταση νησί των Δωδεκανήσων, στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Βρίσκεται ανάμεσα στην Κάλυμνο, τη Νίσυρο και τη Μικρά Ασία. Η Κως είναι γνωστή ως το νησί του Ιπποκράτη, καθώς υπήρξε η γενέτειρα του πατέρα της ιατρικής, ο οποίος καθιέρωσε και το Ασκληπιείο (4ο αι. π.Χ.).

Περιγραφή διαλέκτου

Μανιάτικα ονομάζεται η διάλεκτος που ομιλείται στην περιοχή της Λακωνικής Μάνης (300 χλμ. ΝΔ της Αθήνας). Με βάση τον παραδοσιακό διαχωρισμό που κάνει ο Hatzidakis (1892) σε βόρειες και νότιες διαλέκτους, τα Μανιάτικα τοποθετούνται στις νότιες διαλέκτους. Ο Κοντοσόπουλος (2001), επιχειρώντας μία πιο διεξοδική καταγραφή των διαλέκτων -γενικά-, αναφέρει ότι πρόκειται για διάλεκτο, που εξαιρείται από τις υπόλοιπες της Πελοποννήσου. Στο ίδιο συμπέρασμα φαίνονται να καταλήγουν και οι μελέτες των Newton (1972) και Trudgill (2003) σχετικά με την «ιδιαιτερότητα» της μανιάτικης διαλέκτου.
Τα γλωσσικά συστήματα που φαίνονται (από τις έως τώρα μελέτες) να έχουν ομοιότητες με τα Μανιάτικα είναι η ΚΝΕ, η Κρητική (Trudgill 2003), τα Μεγαρίτικα και βέβαια κάποιες άλλες πελοποννησιακές διάλεκτοι (Παντελίδης 2001). Έχει υποστηριχτεί από τον Παντελίδη (2001) ότι οι ομοιότητες μεταξύ ΚΝΕ και πελοποννησιακών διαλέκτων οφείλονται στην επιρροή της ΚΝΕ και όχι το αντίστροφο, όπως υποστηριζόταν μέχρι σήμερα από τους Mackridge (1990), Browning (1995), Sifianou (2003) και Κοντοσόπουλο (2001).

Χαρακτηριστικά διαλέκτου

Μορφολογικά στοιχεία:
  1. στο ρηματικό σύστημα παρατηρούνται αποκλίσεις κυρίως σε τύπους των παρελθοντικών χρόνων, π.χ.: ύπαρχε 3 ενικ παρατ οριστ, ήστουνε 3 πληθ παρατ οριστ·
  2. τύποι σε -αω στους μη παρελθοντικούς τύπους των ρημάτων, π.χ.: μποράει 3 ενικ ενεστ οριστ (Ράλλη 2005)·
  3. εμφάνιση της ρηματικής αύξησης σε όλο το κλιτικό παράδειγμα των παρελθοντικών χρόνων ανεξαρτήτως του τόνου (στοιχείο που εμφανίζεται και σε άλλες διαλέκτους της Πελοποννήσου, βλ. σχετικά Παντελίδης 2001).
  4. εμφάνιση της συνοπτικής όψης σε θέσεις όπου αντίστοιχα στην Κοινή Νέα Ελληνική εμφανίζεται η μη συνοπτική τιμή, π.χ.: «συνέχισα να πάω κυνήγι», «θα πάω να κλαδεύω».
  5. ο μηχανισμός της σύνθεσης εμφανίζει μεγάλη παραγωγικότητα, π.χ.: γαλακτομόσχαρο «μοσχάρι γάλακτος», σκορδοκεφάλα «κεφάλι σκόρδου», καλαπάκουγα «καλά και υπάκουα».
  6. στην επιθηματοποίηση για τη δήλωση υποκορισμού/μεγέθυνσης, π.χ.: «ένας αλέπουδος»·
  7. – στην παραγωγή ανδρωνυμικών, π.χ.: Γιώργαινα «γυναίκα του Γιώργου»·
Φωνολογικά χαρακτηριστικά:
  • προστριβοποίηση των ουρανικών συμφώνων, π.χ.: /tse΄fali/ αντί [ce΄fali] ·
  • εμφάνιση ουρανικών [l] και [n], π.χ.: [΄ŋikos], [΄θeƛi]
  • επένθεση του φωνήεντος -ε- κυρίως σε ρηματικούς τύπους των παρελθοντικών χρόνων, π.χ.: κάνανε, χτίζανε, βγάζανε, αλλά και σε ονοματικούς τύπους, π.χ.: τούσε αντί τους, τόνε αντί τον, κλπ.
Μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά:
  • χρήση της αιτιατικής πτώσης στο έμμεσο αντικείμενο, π.χ.: «τη μία με λένε άλλα», «και πήγαινε με λέει»
Λεξιλογικά χαρακτηριστικά:
Υπάρχει ένα πλήθος λέξεων που είναι άγνωστες στην ΚΝΕ, κυρίως, στο καθημερινό λεξιλόγιο, π.χ.: σκλιμέος = σαλιγκάρι, καπιτσαλώνομαι = γίνομαι εμμονή σε κάποιον.

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Τα τελευταία χρόνια η διάλεκτος έχει δεχτεί έντονες επιδράσεις από το σύστημα της ΚΝΕ. Τα Μανιάτικα σήμερα μιλιούνται από ηλικιωμένους κατοίκους, που ασχολούνται κυρίως με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες, ενώ είναι έντονος ο κίνδυνος να εξαφανιστεί η γλωσσική ποικιλία μέσα στα επόμενα χρόνια.

Περιγραφή διαλέκτου

Μεγαρίτικα ονομάζεται το ιδίωμα που μιλιέται στην περιοχή των Μεγάρων (50 χλ ΒΔ της Αθήνας). Με βάση τον παραδοσιακό διαχωρισμό που κάνει ο Hatzidakis (1892) σε βόρειες και νότιες διαλέκτους, τοποθετούμε τα Μεγαρίτικα στις νότιες διαλέκτους. Η συγκεκριμένη διάλεκτος παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με το ιδίωμα που μιλιόταν στην Αθήνα πριν από δύο αιώνες περίπου (Παλαιά Αθηναϊκά), αλλά και με το ιδίωμα της Αίγινας και της Κύμης. Η διάλεκτος των Μεγάρων αποτελεί γλωσσική νησίδα, καθώς στην γύρω περιοχή μιλιούνται κυρίως Αρβανίτικα. Τα γλωσσικά συστήματα που φαίνονται (από τις έως τώρα μελέτες) να έχουν ομοιότητες με τα Μεγαρίτικα είναι τα Μανιάτικα, τα Κρητικά και η Κοινή Νεοελληνική

Χαρακτηριστικά διαλέκτου

Φωνολογικά χαρακτηριστικά:
  • προφορά του {υ} ως [y] , π.χ.: [΄çyno] «χύνω»
  • προστριβοποίηση του /k/ μπροστά  από [i] και [e], π.χ.: [kotsi΄nadʝa] αντί [koκi΄nadʝa]
  • ασυνίζητη προφορά ακολουθίας φωνηέντων (μη επίλυση χασμωδίας) σε ορισμένα περιβάλλοντα, π.χ.: [me΄ria] αντί [me΄rʝa]
  • επένθεση φωνήεντος στην έξοδο συλλαβής, π.χ.: /ton anta΄rtone/ αντί /ton anta΄rton/
Μορφολογικά χαρακτηριστικά
  1. Κλίση:
    –     Μετατοπίσεις των ουσιαστικών ως προς το γένος, π.χ.: το τρύγος αντί ο τρύγος, και την κλιτική τάξη, π.χ:  κουρέοι =  κουρέηδες (~κουρέες)
    –     Για το σχηματισμό του παρακειμένου χρησιμοποιούνται οι κλιτοί τύποι του ρήματος έχω και η μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου, π.χ.: έχει παρμένο αντί «έχει πάρει»
    –     Ο αόριστος σχηματίζεται με -κ- αντί -σ-, π.χ.: πούληκα «πούλησα».
    –     ιδιαίτερη παραγωγικότητα της κατηγορίας των πρώην συνηρημένων σε –εω(ω).’
  2. Σύνθεση:
    –     Ο μηχανισμός της σύνθεσης εμφανίζει σχετική παραγωγικότητα, αλλά με ενδιαφέρουσες δομές π.χ.: κλαρόψωμο «ψωμί που τρώνε οι εργάτες κατά τη διάρκεια της ξεκούρασης από τις γεωργικές εργασίες», λιοφύτια «ελαιόφυτα».
  3. Παραγωγή:
    –     Στην παραγωγή λέξεων σημειώνουμε ενδεικτικά ότι έχουμε διαλεκτικά στοιχεία στα μεταρρηματικά παράγωγα σε –τος, π.χ.: μαζεφτός «μαζεμένος»
Συντακτικά χαρακτηριστικά:
Τα Μεγαρίτικα δεν παρουσιάζουν ενδιαφέροντα συντακτικά φαινόμενα τα οποία να αποκλίνουν σημαντικά από την ΚΝΕ.
Λεξιλογικά χαρακτηριστικά:
Το λεξιλόγιο εμφανίζει ιδιαίτερες επιρροές από τα Ιταλικά και τα Αρβανίτικα.  Υπάρχει ένα πλήθος λέξεων που είναι άγνωστες στην ΚΝΕ, κυρίως, στο καθημερινό λεξιλόγιο, π.χ.: αχλατσάδες «τσακιστές ελιές», μπούρσια «τσέπη».

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Τα τελευταία χρόνια η διάλεκτος έχει δεχτεί έντονες επιδράσεις από το σύστημα της ΚΝΕ, καθότι τα Μέγαρα είναι δίπλα στην Αθήνα. Τα Μεγαρίτικα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον και από κοινωνιογλωσσολογική άποψη, καθώς γίνονται έντονες προσπάθειες από τους ομιλητές του ιδιώματος να διατηρηθεί ζωντανή η γλωσσική ποικιλία τους. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι ομιλητές γράφουν λογοτεχνικά κείμενα στο ιδίωμα και οργανώνουν εκδηλώσεις με στόχο τη διατήρηση των ιδιαίτερων γλωσσικών και πολιτισμικών τους στοιχείων.

Περιγραφή διαλέκτου

Διαλεκτική ποικιλία της Ελληνικής που μιλιόταν από τους Ελληνόφωνους κατοίκους του Ανατολικού τμήματος των μικρασιατικών παραλίων του Εύξεινου Πόντου καθώς και σε βάθος της ενδοχώρας. Το δυτικότερο σημείο της Ποντιακής είναι η παραθαλάσσια πόλη Ινέπολη, ενώ το ανατολικότερο, η Αθήνα της Κολχίδας. Η ζώνη που ομιλούνταν τα Ποντιακά ήταν ασυνεχής, λόγω του γεγονότος ότι παρεμβάλλονταν περιοχές με Τουρκόφωνους, αλλά και στις συμπαγείς περιοχές κατοικούσαν Τουρκόφωνοι πληθυσμοί. Ποικιλία της Ποντιακής ομιλούνταν σε περιοχές της Καππαδοκίας (στα Φάρασα),σε παραμεθόριες με την Τουρκία καυκασιανές περιοχές και στο χωριό Αναντόλ της ΝΑ Ουκρανίας, που ιδρύθηκε το 1928 από Έλληνες του Πόντου. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922, οι Πόντιοι εγκαθίστανται στην Ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως σε περιφερειακές συνοικίες μεγάλων πόλεων αλλά και σε συμπαγείς οικισμούς στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα Ποντιακά σήμερα ομιλούνται στην Τουρκία, δυτικά της Τραπεζούντας (στην περιοχή της Τόνιας), και ανατολικά στη ζώνη του Όφη. Επίσης, στο Βόρειο Καύκασο και την Γεωργία.

Χαρακτηριστικά Διαλέκτου

Φωνολογικά Χαρακτηριστικά
Το φωνολογικό σύστημα της Ποντιακής δεν παρουσιάζει μεγάλες διαφορές με την Κοινή Νεοελληνική. Συγκεκριμένα, διατηρεί το πενταμελές φωνηεντικό σύστημα, εμφανίζοντας, ωστόσο, δύο επιπλέον φωνήματα (αποτελέσματα συναίρεσης που όμως κανονικοποιούνται) /ö/ < [io] και /ä/ < [ia], όπως επίσης και ένα κεντρικό φώνημα /ǝ/, που εμφανίζεται στο λόγο είτε ως αυτούσιο, είτε ως  /ı/ ή /u/, από παραλλαγμένη ανάλυση του τουρκικού κεντρικού φωνήματος /ı/.
Ως προς το συμφωνικό σύστημα της διαλέκτου, αυτό είναι κατά βάση το ίδιο με της Κοινής Νεοελληνικής, με την προσθήκη των παχέων συριστικών /ʃ/, /ʒ/, /ʧ/, /ʤ/, και με την επιπλέον παρατήρηση πως τα διπλά σύμφωνα της κοινής νεοελληνικής ξ, ψ, δεν προφέρονται ως τέτοια στην Ποντιακή, αλλά αναλύονται στα συστατικά τους ξ=κ+š, ψ= π + š. Ανάμεσα στα φωνολογικά φαινόμενα της ποντιακής, παρατηρούμε:
  • Ηχηροποίηση των στιγμιαίων συμφώνων σε περιβάλλον (α) έρρινο + άηχο στιγμιαίο /p/, /t/, /k/ τσ’ομπάνο έρνται ‘ο βοσκός ήρθε’, κσίλοσαντα  ‘ξήλωσαν τα’ (β) αντηχητικό λ /l/ και  ρ /r/ + άηχο στιγμιαίο /p/, /t/, /k/ χορντάρα ‘χόρτο’, πορμπατώ ‘περπατώ’.
  • Διατήρηση ή απώλεια του τελικού -ν (το οποίο λειτουργεί και ως κριτήριο για την ταξινόμηση της Ποντιακής σε διαλεκτικές υποομάδες).
  • Καταστρατήγηση του νόμου της τρισυλλαβίας που ισχύει για την Κοινή Νεοελληνική και ανάπτυξη δεύτερου τόνου στη δεύτερη ή την τρίτη συλλαβή από το τέλος: έκοιμουμουνέστηνε.
  • Συστηματικός αναβιβασμός του τόνου στην πρώτη συλλαβή, στην κλητική πτώση: θέγατερες, μάνναδες, άδελφε.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ
  • Διπλοτυπία στην ονομαστική ενικού των δευτερόκλιτων αρσενικών, που συνδέεται με την έννοια της οριστικότητας: ο λύκος/λύκος.
  • Χρήση του τύπου [τι] στη γενική ενικού των ουσιαστικών και για τα τρία γένη (στις περισσότερες περιοχές) τι ανθρώπου, τι κοσσάρας. Τάση υποχώρησης της γενικής πτώσης που αντικαθίσταται από φράση με αιτιατική πτώση.
  • Χρήση του επιθήματος –αντ στα αρσενικά ουσιαστικά σε –ας/ -ες /-ος και στα θηλυκά που λήγουν σε –α με μειωτική σημασία : κουρσάντοι, σ’κυλλάντοι, Τουρκάντοι.
  • Σχηματισμός των παραθετικών με περιφραστικό τρόπο: (κι)άλλο έμορφος – πολλά έμορφος.
  • Κατάλοιπα απαρεμφατικών τύπων: μαθείναι, αγαπέθην.
  • Δεν γίνεται διάκριση μεταξύ εξακολουθητικού και στιγμιαίου μέλλοντα (στις περισσότερες περιοχές): θα λέγω = ‘θα λέω / θα πω’.

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Τα Ποντιακά ομιλούνταν σε μια γεωγραφική ζώνη μήκους 400 χιλιομέτρων στα βορειοανατολικά μικρασιατικά παράλια (με δυτικότερο άκρο την Ινέπολη και ανατολικότερο την Κολχίδα) καθώς και σε τμήματα της μικρασιατικής ενδοχώρας, σε απόσταση 100 περίπου χιλιομέτρων από την ακτή. Το μεταναστευτικό ρεύμα του 19ου αιώνα οδήγησε στην ίδρυση ποντιακών κοινοτήτων στην περιοχή του Καυκάσου και η μετέπειτα αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών με τη συνθήκη της Λωζάννης στη μαζική μετακίνηση των Ποντίων στην κυρίως Ελλάδα. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, τα Ποντιακά ομιλούνται σε περιοχές δυτικά της Τραπεζούντας από ελληνόφωνους μουσουλμάνους Πόντιους.

Περιγραφή διαλέκτου

Η Λεσβιακή Διάλεκτος ανήκει στα αποκαλούμενα ‘βόρεια ιδιώματα’. Ομιλείται στη Λέσβο και μοιάζει με αυτή της Λήμνου. Φέρει χαρακτηριστικά των διαλέκτων του βορειοελλαδικού χώρου, αλλά και του Αιγαιοπελαγίτικου. Διακρίνεται σε διάφορα ιδιώματα, τα οποία εμφανίζουν αποκλίσεις, με πιο σημαντικά αυτά της Ανατολικής Λέσβου, του Πλωμαρίου, της Αγιάσσου, της Βόρειας και Δυτικής Λέσβου. Δεν υπάρχουν, ή δεν έχουν εντοπισθεί ακόμα, πηγές που να εντοπίζουν την εξέλιξη και το σχηματισμό της από την Κοινή της Ελληνιστικής περιόδου. Έχει επηρεασθεί σημαντικά από τις γλώσσες με τις οποίες ήλθε σε επαφή, δηλαδή την Τουρκική και την Ιταλική (Γενοβέζικα), αλλά εμφανίζει και στοιχεία της Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία δεν υπάρχουν στην Κοινή Νεοελληνική. Το γλωσσικό σύστημα των Μοσχονησίων (Μοσχονήσι ή Νησί) και Κυδωνιών (Αϊβαλί) ανήκει και αυτό στα βόρεια ιδιώματα. Διαμορφώθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν εγκαταστάθηκαν στα βορειοδυτικά παράλια της Μικράς Ασίας (απέναντι από τη Λέσβο) άποικοι από τα νησιά, κυρίως από τη Λέσβο. Εμφανίζει πολλά κοινά σημεία με τη Λεσβιακή και ανάμεσα στα Μοσχονησιώτικα και στα Αϊβαλιώτικα εντοπίζονται κάποιες γλωσσικές διαφορές, οι οποίες όμως δεν είναι τόσο σημαντικές ώστε να θεωρηθεί ότι αποτελούν διαφορετικά ιδιώματα. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι το 1922, στην περιοχή των Κυδωνιών και Μοσχονησίων, η διάλεκτος αποτελούσε τον κύριο προφορικό κώδικα επικοινωνίας, ενώ η επίσημη για την εποχή Νεοελληνική διδασκόταν στα σχολεία. Υπήρξαν βέβαια αρκετές επιρροές από την Τουρκική, κυρίως σε λεξιλογικό επίπεδο, λόγω των εμπορικών και διοικητικών επαφών ανάμεσα σε ελληνόφωνους και τουρκόφωνους. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε, η διάλεκτος μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Στη Λέσβο ειδικότερα, πρώην οικισμοί μουσουλμανικών πληθυσμών κατοικήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά από πρόσφυγες από το Μοσχονήσι και το Αϊβαλί, οι οποίοι εξακολούθησαν να επικοινωνούν στη γλώσσα τους. Μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά της διαλέκτου παρουσιάζονται στις επόμενες παραγράφους. Τα δεδομένα και η ανάλυση αντλούνται από το βιβλίο της Αγγελικής Ράλλη (σε προετοιμασία) για τη διάλεκτο της Λέσβου, των Κυδωνιών και των Μοσχονησίων. Στηρίχτηκαν σε μαγνητοφωνημένο γλωσσικό υλικό Λεσβίων, Αϊβαλιωτών και Μοσχονησιωτών πρώτης γενιάς, που συνελέγη από την ερευνητική ομάδα της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Πατρών, κ. Αγγελικής Ράλλη, κατά τα έτη 2002-2004 και 2005-2008 σε χωριά των Δήμων Λουτρουπόλεως Θερμής, Μυτιλήνης, Μανταμάδου, Αγίας Παρασκευής και Μολύβου.

Χαρακτηριστικά διαλέκτου

Η Λεσβιακή ανήκει στην ομάδα των βορείων ιδιωμάτων, αφού εμφανίζει βόρειο φωνηεντισμό, δηλαδή ανύψωση (κοινώς στένωση) των μεσαίων άτονων /e/ και /o/, π.χ. φιγγάρ < φεγγάρι, χουράφ < χωράφι, και αποβολή των άτονων /i/ και /u/ (κοινώς κώφωση), π.χ. χερ < χέρι, πλω <πουλώ. Εμφανίζει δε πλήθος δανείων στο επίπεδο του λεξιλογίου, κυρίως από την Τουρκική και την Ιταλική (Ράλλη προσεχώς).
Εκτός από το βόρειο φωνηεντισμό, μερικά από τα κύρια φωνολογικά, μορφολογικά και μορφο-συντακτικά χαρακτηριστικά της είναι τα εξής (Αναγνώστου 2003, Κretschmer 1905):
  1. Τσιτακισμός του ουρανικού ‘κ’ (/c/ -> [ts] ) μπροστά από υψηλό φωνήεν, π.χ. τσι < κι.
  2. Τροπή του ‘τ’ σε ‘κ΄ μπροστά από /i/ και /e/ (στην περιοχή Πλωμαρίου της Νότιας Λέσβου), π.χ. κυρί < τυρί.
  3. Ανάπτυξη ενός /a/ στην αρχική θέση πολλών λέξεων, π.χ. αγλήγουρα < γρήγορα, αχιλώνα < χελώνα.
  4. Ανάπτυξη ενός /i/ ανάμεσα στο τελικό /s/ της κατάληξης των ονομάτων και του αρχικού /m/ του αδύναμου τύπου της κτητικής αντωνυμίας, π.χ. η πατέρασ-ιμ ‘ο πατέρας μου’
  5. Χρήση της μορφής ‘η’ στην ονομαστική του αρσενικού άρθρου, π.χ. η πατέρας ‘ο πατέρας’.
  6. -έλ’(ι) και –ουδα ως τα πλέον παραγωγικά επιθήματα υποκορισμού, π.χ. μουρέλ’ < μωρέλι, κουπιλούδα < κοπελούδα.
  7. Σειρά καταλήξεων του παρατατικού, διαφορετικών από αυτές της Κοινής Νεοελληνικής, π.χ. αγάπουμ/ αγάπουμνα ‘αγαπούσα’, κλιγόμντουν/κλιγόμνταν ‘κλαιγόμουν’.
  8. Τροπή της γενικής του αδύναμου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας σε αιτιατική, π.χ. μι φέρν’ς < με φέρνεις, ‘μου φέρνεις΄.
  9. Σχηματισμός παρακειμένου με το βοηθητικό ρήμα έχω ή είμαι, ανάλογα με την περίπτωση, και την παθητική μετοχή, π.χ.  έχου φιρμένου ‘έχω φέρει’, είμι φαγουμένους ‘έχω φάει’

Γεωγραφικός προσδιορισμός διαλέκτου

Η λεσβιακή διάλεκτος ομιλείται στο νησί της Λέσβου και συγγενείς προς αυτή διάλεκτοι είναι τα Αϊβαλιώτικα των απέναντι μικρασιατικών παραλίων (μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 τελούν υπό εξαφάνιση), η διάλεκτος της Λήμνου και αυτή της Ίμβρου. Η Λεσβιακή εμφανίζει επιμέρους διαφορές από τόπο σε τόπο σε ένα σύνολο 69 χωριών. Δεν είναι εύκολο να τη χωρίσει κανείς σε διαλεκτικές ζώνες, παρά μόνο για συγκεκριμένα φαινόμενα, αφού απομακρυσμένα χωριά μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά και κοντινές κοινότητες εμφανίζουν σαφείς διαφοροποιήσεις (βλ. Διαλεκτικό χάρτη Λέσβου, www.lesvos.lmgd.philology.upatras.gr).  Στον εμπλουτισμό της διαλεκτικής ποικιλίας συνέβαλε και η μετακίνηση στο νησί πολλών προσφύγων κατά το 1922 και το 1923, οι οποίοι, κατά κύριο λόγο, εγκαταστάθηκαν σε πρώην μουσουλμανικούς οικισμούς.

Περιγραφή διαλέκτου

Η Τσακωνική μιλιέται στην Τσακωνιά, περιοχή της επαρχίας Κυνουρίας, στο νομό Αρκαδίας της Πελοποννήσου, η οποία εκτείνεται από το ακρωτήριο Λεωνίδιο στο νότο ως τον Άγιο Ανδρέα στο βορρά. Απαντά κυρίως σε εννέα χωριά της παραπάνω περιοχής: Λεωνίδιο, Πραματευτή, Μέλανα, Σαπουνακέικα, Τυρός (στον νότο) και Πραστός, Καστάνιτσα, Σίταινα, Άγιος Ανδρέας (στον βορρά). Διακρίνεται σε: α) Βόρεια Τσακωνική, η οποία έχει τη μεγαλύτερη επίδραση από την κοινή β) Νότια Τσακωνική, η οποία έχει και τους περισσότερους ομιλητές, συνιστώντας το κατεξοχήν τσακωνικό ιδίωμα, την «πρωτοτυπική», ας πούμε, αντίληψη του όρου τσακωνική (βλ. και Χαραλαμπόπουλο 1980:3). Εκτός όμως από τα επονομαζόμενα Μητροπολιτικά Τσακώνικα, αναγνωρίζεται και μια άλλη ποικιλία της Τσακωνικής, τα λεγόμενα Τσακώνικα της Προποντίδας. Τα Τσακώνικα μεταφέρθηκαν στην Προποντίδα πιθανότατα στο τέλος του 18ου αιώνα από Τσάκωνες εποίκους. Ομιλούνταν μέχρι και τη Μικρασιατική καταστροφή στα μικρασιατικά παράλια της Προποντίδας. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταφέρεται σε χωριά των νομών Κοζάνης και Καστοριάς (βλ. και Κωστάκη 1951). Σύμφωνα με τον Browning (1991:169), από όλες τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, η δωρική της Πελοποννήσου επέζησε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ομιλούμενη από τα χείλη των χωρικών. Στις πιο απόμακρες περιοχές της Πελοποννήσου θεωρείται ότι μιλιόταν ως και τον 6ο αιώνα μ.Χ. αν όχι γνήσια δωρική, μια δωρίζουσα κοινή. Για δύο αιώνες, οι ορεινοί κάτοικοι της Τσακωνιάς θα πρέπει να αποκόπηκαν από τις γύρω ελληνόφωνες περιοχές. Στις συγκυρίες αυτές αποδίδεται η αρχή της τσακωνικής διαλέκτου αλλά και η μεγάλη διαφοροποίησή της σε σχέση με τις υπόλοιπες νεοελληνικές. Για το λόγο αυτό, τα Τσακώνικα, χαρακτηρίζονται συχνά ως αρχαιοπρεπής διάλεκτος, καθώς, σε αντίθεση με τις άλλες νεοελληνικές διαλέκτους, δεν προέρχεται από την ελληνιστική κοινή, αλλά θεωρείται ότι κατάγεται απευθείας από μορφή της δωρικής διαλέκτου της Λακωνίας.